μαριονετίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαριονετίστας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαριονετίστας ουδέτερο
- (επάγγελμα) αυτός που χειρίζεται κούκλες, που παίζει σε κουκλοθέατρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαριονετίστας