Μετάβαση στο περιεχόμενο

μαριχουάνα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαριχουάνα οι μαριχουάνες
      γενική της μαριχουάνας
    αιτιατική τη μαριχουάνα τις μαριχουάνες
     κλητική μαριχουάνα μαριχουάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαριχουάνα < ισπανική marihuana

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαριχουάνα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]