μαριόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαριόλος | οι | μαριόλοι |
γενική | του | μαριόλου | των | μαριόλων |
αιτιατική | τον | μαριόλο | τους | μαριόλους |
κλητική | μαριόλε | μαριόλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μαριόλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαριόλος < τουρκική maryol ή βενετική mariolo (απατεώνας) άγνωστης ετυμολογίας [1][2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maɾˈʝo.los/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ριό‐λος
Επίθετο[επεξεργασία]
μαριόλος, -α, (-ικο)
- άλλη μορφή του μαριόλης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαριόλος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μαριόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ μαριόλης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μαριόλος < (άμεσο δάνειο) βενετική mariolo (απατεώνας) άγνωστης ετυμολογίας
Επίθετο[επεξεργασία]
μαριόλος
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- μαργιόλος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μαριόλος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επίθετα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)