μαρμάρωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαρμάρωσις λέξη του 4ου αιώνα < ελληνιστική κοινή μαρμαρῶ όπως στο μεσαιωνικό μαρμαρώνω + -σις (-ωσις) ή λόγιο διαχρονικό δάνειο από την ελληνιστική κοινή μαρμάρω(σις) (δημιουργία πληγών στην κτηνιατρική) κατά τη σημασία: μάρμαρο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαρμάρωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μάρμαρον

Πηγές[επεξεργασία]




Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαρμάρωσῐς αἱ μαρμαρώσεις
      γενική τῆς μαρμαρώσεως τῶν μαρμαρώσεων
      δοτική τῇ μαρμαρώσει ταῖς μαρμαρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μαρμάρωσῐν τὰς μαρμαρώσεις
     κλητική ! μαρμάρωσῐ μαρμαρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαρμαρώσει
γεν-δοτ τοῖν  μαρμαρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαρμάρωσις < μαρμαρόω, μαρμαρῶ + -σις (-ωσις)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαρμάρωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα μαρμαρω- στη σημασία μάρμαρο

θέμα μαρμαρω- στη σημασία της κτηνιατρικής

→ δείτε και τη λέξη μάρμαρον για θέμα μαρμαρ-

Πηγές[επεξεργασία]