μαρμαροκολόνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρμαροκολόνα θηλυκό
- κολόνα από μάρμαρο
- (μεταφορικά) όμορφη γυναίκα με ωραίο παράστημα
- (μεταφορικά) κάποιος που στέκεται τελείως ακίνητος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρμαροκολόνα
|