μαρμαροτεχνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρμαροτεχνία οι μαρμαροτεχνίες
      γενική της μαρμαροτεχνίας των μαρμαροτεχνιών
    αιτιατική τη μαρμαροτεχνία τις μαρμαροτεχνίες
     κλητική μαρμαροτεχνία μαρμαροτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαρμαροτεχνία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαρμαροτεχνία θηλυκό

  1. η τέχνη του μαρμαρά στην επεξεργασία του μαρμάρου ή στη μαρμαρόστρωση
  2. η βιομηχανία, το μέρος όπου γίνεται η κατεργασία του μαρμάρου ή και η πώλησή του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]