μαρμαρυγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρμαρυγή < αρχαία ελληνική μαρμαρυγή < μαρμαίρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρμαρυγή θηλυκό
- λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία
- ※ Βυθίστηκε να παρατηρεί στους τοίχους τις βιβλικές μορφές μέσα στη μαρμαρυγή που ξεχύνανε τα καντηλέρια… (Τάσος Αθανασιάδης (1975) Οι φρουροί της Αχαΐας [μυθιστόρημα])
- (ιατρική) καρδιακή αρρυθμία που εκδηλώνεται με άτακτες συσπάσεις των μυϊκών ινών του μυοκαρδίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μαρμαρυγίας
- μαρμαρυγιακός
- → δείτε τη λέξη μάρμαρο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρμαρυγή