μαρμαρόκολλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρμαρόκολλα < μαρμαρό- + -κόλλα από την ομοιότητα που έχουν τα σχέδια με το μάρμαρο και τη λέξη κόλλα (το φύλλο χαρτιού)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρμαρόκολλα θηλυκό
- είδος χαρτιού που χρησιμοποιείται για εσώφυλλο ή στο κάλυμμα βιβλίου και έχει σχέδια παρόμοια με τα νερά του μάρμαρου ή γενικά χαοτικά σχέδια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρμαρόκολλα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- μαρμαρόκολλα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μαρμαρό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κόλλα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)