μαρμαρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μαρμαρώνω
- κάνω κάποιον / κάτι μαρμάρινο
- συνώνυμα: αποσβολώνομαι
- όταν άκουσα τι έγινε, μαρμάρωσα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μαρμαρωμένος βασιλιάς: ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο οποίος, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, δε σκοτώθηκε στη μάχη (μάλιστα υποστηρίζεται ότι το σώμα του δε βρέθηκε ποτέ), αλλά βρίσκεται κρυμμένος κάπου βαθιά στη γη, μέχρι να ζωντανέψει ξανά, για να απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη