μαρνάμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μαρνάμενος μαρναμένη τὸ μαρνάμενον
      γενική τοῦ μαρναμένου τῆς μαρναμένης τοῦ μαρναμένου
      δοτική τῷ μαρναμέν τῇ μαρναμέν τῷ μαρναμέν
    αιτιατική τὸν μαρνάμενον τὴν μαρναμένην τὸ μαρνάμενον
     κλητική ! μαρνάμενε μαρναμένη μαρνάμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μαρνάμενοι αἱ μαρνάμεναι τὰ μαρνάμεν
      γενική τῶν μαρναμένων τῶν μαρναμένων τῶν μαρναμένων
      δοτική τοῖς μαρναμένοις ταῖς μαρναμέναις τοῖς μαρναμένοις
    αιτιατική τοὺς μαρναμένους τὰς μαρναμένᾱς τὰ μαρνάμεν
     κλητική ! μαρνάμενοι μαρνάμεναι μαρνάμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μαρναμένω τὼ μαρναμέν τὼ μαρναμένω
      γεν-δοτ τοῖν μαρναμένοιν τοῖν μαρναμέναιν τοῖν μαρναμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυσάμενος' όπως «λυσάμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

μαρνάμενος, -η, -ον

Πηγές[επεξεργασία]