μαρσούτκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρσούτκα < (άμεσο δάνειο) ρωσική маршрутка < γαλλική marcheroute
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρσούτκα θηλυκό
- ταξί ομαδικό στις χώρες της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών, στην Βουλγαρία καθώς και στις Βαλτικές Δημοκρατίες.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρσούτκα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)