μαρτινισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαρτινισμός οι μαρτινισμοί
      γενική του μαρτινισμού των μαρτινισμών
    αιτιατική τον μαρτινισμό τους μαρτινισμούς
     κλητική μαρτινισμέ μαρτινισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαρτινισμός < γαλλική martinisme < Λουί-Κλωντ ντε Σαιν-Μαρτέν (Louis-Claude de Saint-Martin)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαρτινισμός αρσενικό ενικός

  • (φιλοσοφία) μυστικο-θεοσοφικό σύστημα που θεμελίωσε ο Λουί-Κλωντ ντε Σαιν Μαρτέν στη Γαλλία κατά τα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]