μαρτυρήσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μαρτυρήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαρτυρώ
- θα μαρτυρήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαρτυρώ