μαρτυρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαρτυρία | οι | μαρτυρίες |
γενική | της | μαρτυρίας | των | μαρτυριών |
αιτιατική | τη | μαρτυρία | τις | μαρτυρίες |
κλητική | μαρτυρία | μαρτυρίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρτυρία < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική μαρτυρία[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maɾ.tiˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαρ‐τυ‐ρί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρτυρία θηλυκό
- η κατάθεση ενός ατόμου στο δικαστήριο ή σε κάποια σχετικά επίσημη περίσταση για ένα περιστατικό που γνωρίζει αυτοπροσώπως
- τεκμήρια και στοιχεία για ένα γεγονός
- ↪ Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ότι εδώ είχαν όντως ζήσει...
- η στιγμή της μνημονικής καταγραφής
- ο βασανιστικός ή ο αδίκως τιμωρητικός θάνατος ή βίωμα (σε περίπτωση μη θανάτου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρτυρία
[επεξεργασία]
- ↑ «μαρτυρία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μαρτυρίᾱ | αἱ | μαρτυρίαι |
γενική | τῆς | μαρτυρίᾱς | τῶν | μαρτυριῶν |
δοτική | τῇ | μαρτυρίᾳ | ταῖς | μαρτυρίαις |
αιτιατική | τὴν | μαρτυρίᾱν | τὰς | μαρτυρίᾱς |
κλητική ὦ! | μαρτυρίᾱ | μαρτυρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαρτυρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαρτυρίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρτυρία < μαρτυρέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρτυρία
- η μαρτυρική κατάθεση σε δικαστήριο αλλά και αλλού
- ὁ δ᾽ εἰς μαρτυρίαν κληθείς, μὴ ἀπαντῶν ...
- η ομολογία
[επεξεργασία]
- μαρτύριον το τεκμήριο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)