μαρτυρία
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μαρτυρία | μαρτυρίες |
γενική | μαρτυρίας | μαρτυριών |
αιτιατική | μαρτυρία | μαρτυρίες |
κλητική | μαρτυρία | μαρτυρίες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρτυρία < αρχαία ελληνική μαρτυρία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρτυρία θηλυκό
- η κατάθεση ενός ατομου στο δικαστήριο ή σε κάποια σχετικά επίσημη περίσταση για ένα περιστατικό που γνωρίζει αυτοπροσώπως
- τεκμήρια και στοιχεία για ένα γεγονός
- Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ότι εδώ είχαν όντως ζήσει...
- η στιγμή της μνημονικής καταγραφής
- ο βασανιστικός ή ο αδίκως τιμωρητικός θάνατος ή βίωμα (σε περίπτωση μη θανάτου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρτυρία
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | μαρτυρία | μαρτυρία | μαρτυρίαι |
Γενική | μαρτυρίας | μαρτυρίαιν | μαρτυριῶν |
Δοτική | μαρτυρίᾳ | μαρτυρίαιν | μαρτυρίαις |
Αιτιατική | μαρτυρίαν | μαρτυρία | μαρτυρίας |
Κλητική | μαρτυρία | μαρτυρία | μαρτυρίαι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρτυρία < μαρτυρέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρτυρία
- η μαρτυρική κατάθεση σε δικαστήριο αλλά και αλλού
- ὁ δ᾽ εἰς μαρτυρίαν κληθείς, μὴ ἀπαντῶν ...
- η ομολογία
[επεξεργασία]
- μαρτύριον το τεκμήριο