μασάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μασάζ < απροσάρμοστο γαλλική massage < masser + -age < αραβική مَسَّ (massa, ακουμπώ, αισθάνομαι) < ρίζα م س س (m-s-s)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μασάζ ουδέτερο άκλιτο
- η μάλαξη κάποιων σημείων του ανθρώπινου σώματος για θεραπευτικούς ή αισθητικούς λόγους
- ↪ χρειάζομαι ένα χαλαρωτικό μασάζ γιατί όλη την ημέρα ήμουν στη δουλειά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- μάλαγμα
- χειρομάλαξη
- → δείτε και τη λέξη μάλαξη