μασίνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μασίνι < αγγλικά machine

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈsi.ni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μασίνι ουδέτερο

  • (ελληνοαμερικανικά) γενικά η μηχανή, συνήθως η μηχανή στοιχήματος που αποκαλείται και «μονόχειρας κλέφτης» ή «φρουτάκια»
    Έβαλε δέκα μασίνια στην μπάρα και τα 'κονομούσε καλά.