μασίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μασίνι ουδέτερο
- (ελληνοαμερικανικά) γενικά η μηχανή, συνήθως η μηχανή στοιχήματος που αποκαλείται και «μονόχειρας κλέφτης» ή «φρουτάκια»
- ⮡ Έβαλε δέκα μασίνια στην μπάρα και τα 'κονομούσε καλά.