μασταμπάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μασταμπάς < αγγλική mastaba < αραβική مصطبة (miṣṭaba, πρόσχωση) < αραμαϊκή מצטבתא (maṣṭaḇṯā) < מצב (meṣb) < מצב (məṣab) < נצב (nəṣab, φυτεύω, στήνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μασταμπάς αρσενικό
- (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) πυραμιδοειδής ή βαθμιδωτός / κλιμακωτός τάφος της αρχαίας Αιγύπτου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μασταμπάς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραμαϊκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)