μαστιχοκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαστιχοκαλλιέργεια < μαστίχ(α) + -ο- + καλλιέργεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαστιχοκαλλιέργεια θηλυκό
- η καλλιέργεια μαστιχοδένδρων για την παραγωγή μαστίχας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαστιχοκαλλιέργεια
|