μαστιχόδεντρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαστιχόδεντρο τα μαστιχόδεντρα
      γενική του μαστιχόδεντρου των μαστιχόδεντρων
    αιτιατική το μαστιχόδεντρο τα μαστιχόδεντρα
     κλητική μαστιχόδεντρο μαστιχόδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστιχόδεντρο < μαστίχα + δέντρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαστιχόδεντρο ουδέτερο

  • (φυτό) αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο (λατινικό όνομα Pistacia lentiscus) με πολύ μικρά κόκκινα άνθη και μικρούς σφαιρικούς κόκκινους ή μαύρους καρπούς· από την ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia βγαίνει η ρητίνη μαστίχα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]