μαστορεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαστορεία < απόδοση της καθαρεύουσας για την γαλλική maitrise (τότε maîtrise)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαστορεία θηλυκό (της μαστορείας, αι μαστορείαι, των μαστορειών) και μαστορία τον μεσαίωνα
- (παρωχημένο) η συντεχνία των μαστόρων κατά το μεσαίωνα και μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, με αυστηρό κώδικα εισδοχής και παραμονής (μέρος του οποίου επιβίωσε στον τεκτονισμό)
- (παρωχημένο) η ιδιότητα του μάστορα κατά τον μεσαίωνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαστορεία