μαστορικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαστορικά ουσιαστικοποιημένο επίθετο < πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου μαστορικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαστορικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό(και μαστόρικα)
- η αμοιβή των μαστόρων
- Είπε ότι έχει να μου δώσει μπροστά μόνο για τις μπογιές κι ότι τα μαστορικά μπορεί μόνο λίγα-λίγα
- η συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους οι ομότεχνοι μάστορες είτε για να μην καταλαβαίνουν οι άλλοι τα μυστικά της δουλειάς τους είτε για αστεϊσμό -γλώσσες όπως τα κορακίστικα, τα ντόρτικα, τα κουδανίτικα κ.α.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
η αμοιβή
η γλώσσα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαστορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαστορικό