μαστοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μαστοφόρος, -ος/-α, -ο (πιο συνηθισμένο στον πληθυντικό του ουδετέρου, τα μαστοφόρα)
- πλάσμα που φέρει μαστούς, θηλαστικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαστοφόρος
|