μαστούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαστούρα | οι | μαστούρες |
γενική | της | μαστούρας | — | |
αιτιατική | τη | μαστούρα | τις | μαστούρες |
κλητική | μαστούρα | μαστούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαστούρα < μαστούρ(ης) + κατάληξη θηλυκού -α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαστούρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η νάρκωση που προκύπτει από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, το μαστούρωμα
- (λαϊκότροπο) μαστουρωμένος
- (λαϊκότροπο) ναρκομανής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)