μαστρο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαστρο- < μεσαιωνική ελληνική μάστρος < μάστορας
Πρόθημα
[επεξεργασία]μαστρο- άκλιτο
- (λαϊκότροπο) άκλιτη και άτονη προτακτική λέξη σε χαλαρά σύνθετα αρσενικά. Πρόθημα που ακολουθείται από το ενωτικό - και ένα κύριο όνομα
- μαστρο-Γιώργης
- πρόθημα επωνύμων
- Μαστροκώστα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαστρο-
|