μασχαλιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μασχαλιαίος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μασχαλιαῖος[1] (τύπος θηλυκού μασχαλιαία) < αρχαία ελληνική μασχάλη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.sxa.liˈe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐σχα‐λι‐αί‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
μασχαλιαίος, -α, -ο
- (ανατομία) που ανήκει στην ανατομική περιοχή της μασχάλης, ο λεμφαδένας, ή γενικά ο σχετικός με την περιοχή ιστός
- ↪ ο μασχαλιαίος λεμφαδενικός καθαρισμός ή και η μαστεκτομή...
- (βοτανική) αυτός που βρίσκεται ή εμφανίζεται στη μασχάλη βλαστού.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μασχαλιαίος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)