ματαίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ματαίως < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μάταιος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ματαίως

Ματαίως ο συνήγορος του κατηγορουμένου αγόρευε επί ώρες, αφού η καταδίκη ήταν βέβαιη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]