ματαιοφρονώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ματαιοφρονώ < ελληνιστική κοινή ματαιοφρονέω / ματαιοφρονῶ < ματαιόφρων < αρχαία ελληνική μάταιος + φρήν
Ρήμα[επεξεργασία]
ματαιοφρονώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ματαιοφρονώ
|