ματαριστικός
Εμφάνιση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ματαριστικός <ματαρίζω, ματαρισ- + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική matting)
Επίθετο
[επεξεργασία]ματαριστικός
- που συμβάλλει στη μείωση της στιλπνότητας μιας επιφάνειας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Χρειάζονται παραπομπή (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)