ματατζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ματατζής οι ματατζήδες
      γενική του ματατζή των ματατζήδων
    αιτιατική τον ματατζή τους ματατζήδες
     κλητική ματατζή ματατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ματατζής < ΜΑΤ + -τζής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ματατζής αρσενικό
  • αστυφύλακας, ή υπαξιωματικός, ή αξιωματικός της ΕΛΑΣ που συμμετέχει σε ΜΑΤ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]