ματιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ματιά | οι | ματιές |
γενική | της | ματιάς | των | ματιών |
αιτιατική | τη | ματιά | τις | ματιές |
κλητική | ματιά | ματιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ματιά < μάτι
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ματιά θηλυκό
- το βλέμμα
- του έριξε μια ματιά που εννοούσε πολλά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ρίχνω μια ματιά: μελετώ
- όταν έχεις χρόνο, ρίξε μια ματιά σ' αυτό το φάκελο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)