ματικάπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ματικάπι τα ματικάπια
      γενική
    αιτιατική το ματικάπι τα ματικάπια
     κλητική ματικάπι ματικάπια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ματικάπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική matkap < αραβική مثقب (mathqab, τρυπάνι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ματικάπι ουδέτερο

  • είδος τρυπανιού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]