ματογυάλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ματογυάλια | ||
γενική | των | ματογυαλιών | ||
αιτιατική | τα | ματογυάλια | ||
κλητική | ματογυάλια | |||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ματογυάλια < ομματοϋάλια < όμμα + -ο- + γυαλιά, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική eyeglasses
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.toˈʝa.ʎa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ματογυάλια ουδέτερο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) τα γυαλιά για τη διόρθωση των προβλημάτων οράσεως ή για να προστατεύουμε τα μάτια (απ’ τον ήλιο κ.λπ.)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ματογυάλια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' στον πληθυντικό
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)