ματς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ματς < αγγλική match < μέση αγγλική macche < αγγλοσαξονικά mæcca < ġemæcca (σύντροφος, συμβία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ματς ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) (αθλητικός) αγώνας
- (μεταφορικά) (οικείο) καβγάς