ματσάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ματσάκι τα ματσάκια
      γενική
    αιτιατική το ματσάκι τα ματσάκια
     κλητική ματσάκι ματσάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

1-3: ματσάκι < μάτσ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι < ιταλικά mazzo
4: ματσάκι < ματς + υποκοριστικό επίθημα -άκι < αγγλικά match

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ματσάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του μάτσο
  2. (ειδικότερα) καθιερωμένη ονομασία είδους συσκευασίας, συνήθως για αρωματικά φυτά (μαϊντανό, ρίγανη κλπ.), σε δεμένα μικρά μάτσα
  3. (κατ’ επέκταση) η αόριστη ποσότητα που περιέχεται σε ένα δεμένο ματσάκι, όπως πουλιέται στα καταστήματα και μπορεί να διαφέρει αρκετά από σημείο πώλησης σε σημείο πώλησης
  4. υποκοριστικό του ματς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μάτσο