μαυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαυρίζω <
  1. μαύρο + -ίζω
  2. από το μαύρου χρώματος σφαιρίδιο που έριχναν στην κάλπη όσοι ήταν αντίθετοι στην εκλογή κάποιου

Ρήμα[επεξεργασία]

μαυρίζω

  1. (μεταβατικό) χρωματίζω κάτι, το βάφω μαύρο
  2. (αμετάβατο) παίρνω μαύρο χρώμα
  3. (αμετάβατο) (μεταφορικά) η επιδερμίδα μου παίρνει σκούρο χρώμα μετά από κάποια παρουσία στις ακτίνες του ήλιου
  4. (οικείο) καταψηφίζω (σε εκλογές για εκλογή ατόμων)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]