μαυροντυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαυροντυμένος < μαυρο- + ντυμένος (μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ντύνω) ή μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μαυροντύνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.vɾo.diˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαυ‐ρο‐ντυ‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
μαυροντυμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μαυροντύνω: ο μαυροφορεμένος, ο μαυροφόρος, εκείνος που φοράει μαύρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ντυμένος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαυροντυμένος
→ δείτε τη λέξη μαυροφορεμένος |
Πηγές[επεξεργασία]
- μαυροντυμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μαυροντυμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)