Μετάβαση στο περιεχόμενο

μαυροπούλι

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαυροπούλι τα μαυροπούλια
      γενική του μαυροπουλιού των μαυροπουλιών
    αιτιατική το μαυροπούλι τα μαυροπούλια
     κλητική μαυροπούλι μαυροπούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαυροπούλι < μαύρος + -ο- + πουλί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαυροπούλι ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]