μαυροφορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαυροφορώ < μεσαιωνική ελληνική μαυροφορώ < μαυροφόρος < ελληνιστική κοινή μαῦρος + αρχαία ελληνική φέρω

Ρήμα[επεξεργασία]

μαυροφορώ

  1. (αμετάβατο) φορώ μαύρα (ρούχα)
  2. (αμετάβατο) πενθώ και ντύνομαι στα μαύρα
  3. (μεταβατικό) βυθίζω μια άλλη οικογένεια ή άτομο στο πένθος, το κάνω να βάλει μαύρα, επειδή σκοτώνω κάποιον συγγενή του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]