μαχαιροποιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μαχαιροποιός οι μαχαιροποιοί
      γενική του/της μαχαιροποιού των μαχαιροποιών
    αιτιατική τον/τη μαχαιροποιό τους/τις μαχαιροποιούς
     κλητική μαχαιροποιέ μαχαιροποιοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαχαιροποιός < αρχαία ελληνική μαχαιροποιός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαχαιροποιός αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαχαιροποιός οἱ μαχαιροποιοί
      γενική τοῦ μαχαιροποιοῦ τῶν μαχαιροποιῶν
      δοτική τῷ μαχαιροποι τοῖς μαχαιροποιοῖς
    αιτιατική τὸν μαχαιροποιόν τοὺς μαχαιροποιούς
     κλητική ! μαχαιροποιέ μαχαιροποιοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαχαιροποιώ
γεν-δοτ τοῖν  μαχαιροποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαχαιροποιός < μάχαιρ(α) + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαχαιροποιός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]