μαχητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μαχητικά < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μαχητικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
μαχητικά
- με τρόπο αγωνιστικό, με μαχητικότητα, με μαχητικό πνεύμα
- Αντιμετώπισαν το πρόβλημα μαχητικά και δεν παραδόθηκαν στον πεσιμισμό της πλειοψηφίας που θεωρούσε κάθε προσπάθεια άσκοπη
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαχητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαχητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαχητικό