μαχμουρλής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαχμουρλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική mahmurlu < αραβική مخمور (mahmūr, μεθυσμένος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαχμουρλής αρσενικό (θηλυκό: μαχμουρλού)
- που μόλις ξύπνησε και βρίσκεται ακόμη υπό την επήρεια του ύπνου
- ο νωθρός
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)