μαϊντανός
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μαϊντανός | μαϊντανοί |
γενική | μαϊντανού | μαϊντανών |
αιτιατική | μαϊντανό | μαϊντανούς |
κλητική | μαϊντανέ | μαϊντανοί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαϊντανός < τουρκική maydanoz < αραβική مقدونس (makdanws) < μεσαιωνική ελληνική μακεδονήσι / μακεδονήσιον < λατινική macedonense, ουδέτερο του macedonensis < Macedo < αρχαία ελληνική Μακεδών (αντιδάνειο) < Μακεδονία < μακεδονία < μακεδνός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.i.da.ˈnɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαϊντανός αρσενικό
- φυτό (Petroselinum crispum) του οποίου τα φύλλα χρησιμοποιούνται ως μυρωδικό στη μαγειρική
- ο άνθρωπος που ανακατώνεται σε όλα χωρίς να είναι αρμόδιος
- (ειρωνικά) πρόσωπο που εμφανίζεται δημοσίως πολύ συχνά και σε διάφορες περιστάσεις, ιδίως στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, και εκφέρει γνώμη για πράγματα για τα οποία δεν είναι αρμόδιος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μαϊντανός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ουρανός'
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νεοελληνικές λέξεις τουρκικής προέλευσης
- Νεοελληνικές λέξεις αραβικής προέλευσης
- Νεοελληνικές λέξεις μεσαιωνικής ελληνικής προέλευσης
- Νεοελληνικές λέξεις λατινικής προέλευσης
- Νεοελληνικές λέξεις αρχαίας ελληνικής προέλευσης
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα