μαύρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈma.vɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαύ‐ρα
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μαύρα | ||
γενική | των | μαύρων | ||
αιτιατική | τα | μαύρα | ||
κλητική | μαύρα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- μαύρα: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μαύρος στον πληθυντικό ή ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός του μαύρο (εννοείται χρώμα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαύρα ουδέτερο στον πληθυντικό
- μαύρα ρούχα (για πένθος)
- στις εκφράσεις: φοράω μαύρα, τα βάφω μαύρα
- μαύρα πιόνια σε παιχνίδι με λευκά - μαύρα (όπως στο σκάκι)
- ⮡ Πρώτα παίζουν τα άσπρα, και μετά τα μαύρα.
- (γενικότερα) το μαύρο χρώμα
- ⮡ Δε μ' αρέσουν τα μαύρα, τα μοβ και τα σκούρα. Μου αρέσουν τα φωτεινά χρώματα.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]και μαύρος#Εκφράσεις
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- μαύρα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μαύρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (μαύρο) του μαύρος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]δείτε μαύρος#Εκφράσεις όπως
Πηγές
[επεξεργασία]- μαύρος, μαύρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μαύρος, μαύρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)