μαύρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαύρη θηλυκό
- αυτή που ανήκει στη μαύρη φυλή
- η μαύρη αγορά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαύρη