μαύρο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαύρο | τα | μαύρα |
| γενική | του | μαύρου | των | μαύρων |
| αιτιατική | το | μαύρο | τα | μαύρα |
| κλητική | μαύρο | μαύρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαύρο ουδέτερο
- (χρώμα) η απουσία χρώματος, η απουσία φωτός [1]
- (τηλεπικοινωνίες) έλλειψη εικόνας στην τηλεόραση, όταν σιγάζει το σήμα
πέφτει μαύρο (εξαφανίζεται η εικόνα)
- (πολιτική) η καταψήφιση ενός υποψηφίου
μαύρο στο Μαυρογιαλούρο! (ατάκα από ελληνική ταινία)- → δείτε και τη λέξη λευκό
- (αργκό) το χασίς
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαύρο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Απόστολος Παπαποστόλου, Το χρώμα, σελ. 26, από Τμήμα Γραφιστικής και Οπτικής επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Προσπέλαση 2020-07-05.