με τα πόδια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

με τα πόδια < → δείτε τις λέξεις με και πόδι

Έκφραση[επεξεργασία]

με τα πόδια

  1. περπατώντας
    Το σχολείο ήταν μιαν ώρα με τα πόδια. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]