μείζων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μείζων & μείζονας |
η | μείζων & μείζονα |
το | μείζον |
γενική | του | μείζονος & μείζονα |
της | μείζονος & μείζονας |
του | μείζονος |
αιτιατική | τον | μείζονα | τη | μείζονα | το | μείζον |
κλητική | μείζων & μείζονα |
μείζων & μείζονα |
μείζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μείζονες | οι | μείζονες | τα | μείζονα |
γενική | των | μειζόνων | των | μειζόνων | των | μειζόνων |
αιτιατική | τους | μείζονες | τις | μείζονες | τα | μείζονα |
κλητική | μείζονες | μείζονες | μείζονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μείζων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μείζων
Επίθετο[επεξεργασία]
μείζων, -ων/-ονα, -ον
- μεγαλύτερος
- ↪ μείζων αριθμός
- ↪ μείζων εκλογική περιφέρεια
- που έχει τη μεγαλύτερη σημασία
- ↪ μείζονα τέχνη
- ↪μείζονα σκέψη
- ↪μείζονα πρόταση
- (μουσική)
- μείζον διάστημα: διάστημα μεγαλύτερο κατά ένα χρωματικό ημιτόνιο από ένα έλασσον διάστημα
- μείζων κλίμακα, μείζονα κλίμακα: κλίμακα που αποτελείται από την εξής σειρά διαστημάτων:
- μείζων συγχορδία, μείζονα συγχορδία
- μείζων τόνος, μείζων τρόπος: όπου τα διαστήματα τρίτης και έκτης πάνω από την τονική είναι μείζονα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κατά μείζονα λόγο: ακόμα περισσότερο, αφού μάλιστα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | μείζων | τὸ | μεῖζον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | μείζονος | τοῦ | μείζονος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | μείζονῐ | τῷ | μείζονῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | μείζονᾰ - μείζω | τὸ | μεῖζον | ||
κλητική ὦ! | μεῖζον | μεῖζον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | μείζονες - μείζους | τὰ | μείζονᾰ - μείζω | ||
γενική | τῶν | μειζόνων | τῶν | μειζόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | μείζοσῐ(ν) | τοῖς | μείζοσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | μείζονᾰς - μείζους | τὰ | μείζονᾰ - μείζω | ||
κλητική ὦ! | μείζονες - μείζους | μείζονᾰ - μείζω | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μείζονε | τὼ | μείζονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μειζόνοιν | τοῖν | μειζόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μείζων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *méǵ(h₂)-yōs < *méǵh₂s (μέγας)
Επίθετο[επεξεργασία]
μείζων
- συγκριτικός βαθμός του μέγας
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Σοφιστής, 218e @scaife.perseus
- Τί δῆτα προταξαίμεθ' ἂν εὔγνωστον μὲν καὶ σμικρόν, λόγον δὲ μηδενὸς ἐλάττονα ἔχον τῶν μειζόνων;
- Θέλεις λοιπόν να προτάξωμεν ένα ευνόητον και μικρόν ζήτημα, το οποίον όμως δεν έχει μικρότερον ορισμόν από κανέν από τα δύσκολα;
- Μετάφραση (1910): Κυριάκος Ζάμπας
- Τί δῆτα προταξαίμεθ' ἂν εὔγνωστον μὲν καὶ σμικρόν, λόγον δὲ μηδενὸς ἐλάττονα ἔχον τῶν μειζόνων;
- ※ [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, 6ος αιώνας πκε, Αἰσώπου Μῦθοι, Παῖς κλέπτης καὶ μήτηρ, 216.1
- τὸ κατ᾽ ἀρχὰς μὴ κολαζόμενον ἐπὶ μεῖζον αὔξεται.
- Άμα δεν τιμωρήσεις το κακό από την αρχή, με τον καιρό θα φουντώσει πιο πολύ.
- Μετάφραση: Ιωάννης Μ. Κωνσταντάκος @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Το κλεφτρόνι και η μάνα του.
- τὸ κατ᾽ ἀρχὰς μὴ κολαζόμενον ἐπὶ μεῖζον αὔξεται.
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Σοφιστής, 218e @scaife.perseus
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ων-ονας' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μείζων' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μείζων' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μείζων' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα συγκριτικού βαθμού (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)