μείον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μείον < αρχαία ελληνική μεῖον
Επίρρημα[επεξεργασία]
μείον
- (μαθηματικά) στην πράξη της αφαίρεσης προηγείται του αφαιρετέου
- (μαθηματικά) προηγείται των αρνητικών αριθμών
- η θερμοκρασία έπεσε στους μείον πέντε (-5° C)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μείον ουδέτερο
- (μαθηματικά) ουσιαστικοποιημένο επίρρημα: το σύμβολο της αφαίρεσης και των αρνητικών αριθμών
- ενώ έλυσες σχεδον σωστά την άσκηση, στο τέλος ξέχασες να βάλεις το μείον. Το σωστό αποτέλεσμα είναι -5 και όχι 5.
- το αρνητικό χαρακτηριστικό σε κάποιον ή κάτι
- είναι γενικά καλός άνθρωπος, αλλά έχει ένα μεγάλο μείον: ξεχνάει εύκολα τις υποχρεώσεις του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίρρημα