μεγάτιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μεγάτιμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγάτιμος η μεγάτιμος
μεγάτιμη
το μεγάτιμο
      γενική του μεγατίμου
μεγάτιμου
της μεγατίμου
μεγάτιμης
του μεγατίμου
μεγάτιμου
    αιτιατική τον μεγάτιμο τη μεγάτιμο
μεγάτιμη
το μεγάτιμο
     κλητική μεγάτιμε μεγάτιμε
μεγάτιμη
μεγάτιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγάτιμοι οι μεγάτιμοι
μεγάτιμες
τα μεγάτιμα
      γενική των μεγατίμων
μεγάτιμων
των μεγατίμων
μεγάτιμων
των μεγατίμων
μεγάτιμων
    αιτιατική τους μεγατίμους
μεγάτιμους
τις μεγατίμους
μεγάτιμες
τα μεγάτιμα
     κλητική μεγάτιμοι μεγάτιμοι
μεγάτιμες
μεγάτιμα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγάτιμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεγάτιμος [1] Μορφολογικά αναλύεται σε μεγά- + -τιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

μεγάτιμος, -ος/-η, -ο

  • (ως τιμητική προσφώνηση) που του αξίζει μεγάλη εκτίμηση και τιμή
    ※  Μεγάτιμος δωρεά προς την Ιερά Μητρόπολη Σμύρνης (orthodoxtimes.gr, 18/5/2021 [1])
    ※  Η Α. Εξ. ο Χρηστάκης εφένδης Ζωγράφος και μεγάτιμος ούτος ανήρ, ου το κλέος ευρύ ανά πάσαν την Ήπειρον, προσήνεγκεν ως απαρχήν των δωρεών αυτού λίρας οθωμανικάς χιλίας (Επετηρίς του εν Κωνσταντινουπόλη Ηπειρωτικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, Έτος Α, 1872-1873, τυπ. Κορομηλά, 1873, σελ. 100 [2])
     συνώνυμα: πολυτιμημένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «μεγάτιμος, -η, -ο» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μεγάτιμος τὸ μεγάτιμον
      γενική τοῦ/τῆς μεγατίμου τοῦ μεγατίμου
      δοτική τῷ/τῇ μεγατίμ τῷ μεγατίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν μεγάτιμον τὸ μεγάτιμον
     κλητική ! μεγάτιμε μεγάτιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μεγάτιμοι τὰ μεγάτιμ
      γενική τῶν μεγατίμων τῶν μεγατίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς μεγατίμοις τοῖς μεγατίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μεγατίμους τὰ μεγάτιμ
     κλητική ! μεγάτιμοι μεγάτιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μεγατίμω τὼ μεγατίμω
      γεν-δοτ τοῖν μεγατίμοιν τοῖν μεγατίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγάτιμος < μεγά- + -τιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

μεγάτιμος, -ος, -ον

Πηγές[επεξεργασία]