μεγάφωνο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεγάφωνο | τα | μεγάφωνα |
| γενική | του | μεγάφωνου & μεγαφώνου |
των | μεγάφωνων & μεγαφώνων |
| αιτιατική | το | μεγάφωνο | τα | μεγάφωνα |
| κλητική | μεγάφωνο | μεγάφωνα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγάφωνο < → δείτε τις λέξεις μέγας και φωνή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεγάφωνο ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
μεγάφωνο στη Βικιπαίδεια
